- μετοικιζόμενος
- μετοικίζωlead settlers to another abodepres part mp masc nom sgμετοικίζωlead settlers to another abodepres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ώδε — (I) ὦδε, Α (δ. γρφ.) βλ. ώδε. (II) ὧδε, ΝΜΑ, και δ. γρφ. ὦδε και δωρ. τ. ὧ και αττ. επιτεταμμένος τ. ὡδί Α (στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) (ως τροπ. επίρρ.) με αυτόν τον τρόπο, ως εξής, έτσι αρχ. 1. (ως τοπ. επίρρ.) εδώ («ὧδε κἀκεῑ μετοικιζόμενος»,… … Dictionary of Greek